άελπτος

άελπτος
ἄελπτος, -ον (Α)
1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα)
2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα
3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός
4. επίρρ. ἀέλπτως και (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄελπτα
παρ' ελπίδα, απροσδόκητα
5. (επίρρ. φρ.) «ἐξ ἀέλπτου», «ἐξ ἀέλπτων», παρ’ ελπίδα, απροσδόκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος < - στερητ. + ἔλπομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀελπτία, ἀελπτῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄελπτος — unhoped for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτω — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτως — ἄελπτος unhoped for adverbial ἄελπτος unhoped for masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄελπτον — ἄελπτος unhoped for masc/fem acc sg ἄελπτος unhoped for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτοις — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτου — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτους — ἄελπτος unhoped for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτων — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀέλπτῳ — ἄελπτος unhoped for masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄελπτα — ἄελπτος unhoped for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”